- ὠκιμώδης
- ὠκῐμ-ώδης, ες,A = ὠκιμοειδής 1, like basil,
φύλλον Thphr.HP7.7.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύλλον Thphr.HP7.7.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωκιμώδης — ῶδες, Α [ὤκιμον] ὠκιμοειδής* … Dictionary of Greek
ὠκιμῶδες — ὠκιμώδης like basil masc/fem voc sg ὠκιμώδης like basil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek